Η Διαχείριση του Πένθους στην Απώλεια Γονέα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΕΝΘΟΥΣ
Η Διαχείριση του Πένθους στην Απώλεια Γονέα

Τα συναισθήματα που εγείρονται από την απώλεια  ενός γονέα είναι δύσκολο να περιγραφούν με λόγια. Η βίωση της αποκοπής από το παρελθόν μας, η αίσθηση του επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας, ο συγκλονισμός από τις αυθόρμητες και ανεξέλεγκτες αντιδράσεις που αναδύονται είναι πρωτόγνωρα για εμάς.

 

Δεν υπάρχει ενιαίος τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε μπροστά στην απώλεια ενός γονέα, ούτε είναι δεδομένο πως η αποδοχή διευκολύνεται από το προχωρημένο της ηλικίας του γονέα ή από έναν γαλήνιο τρόπο θανάτου. 

 

Για τα παιδιά οι γονείς είναι ο πυλώνας της ασφάλειάς τους και συνήθως τους θεωρούμε άτρωτους. Φυσικά, μια ενδεχόμενη απώλεια γονέα στην παιδική και εφηβική ηλικία διαμορφώνει την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητα του ανηλίκου, ενώ καταλήγει να αποτελεί ορόσημο στην ζωή του. Ωστόσο, ακόμα και σε πιο προχωρημένη ηλικία, η βίωση του θανάτου του γονέα είναι για όλους μας ένα σημείο πέρα από το οποίο η ζωή δεν είναι ποτέ πια η ίδια.

 

Η αποδοχή της απώλειας είναι μια μακρά διαδικασία που περιλαμβάνει την αποδοχή του συναισθηματικού κενού, την αποσυμφόρηση του πόνου και, σε πολλές περιπτώσεις, την περαιτέρω εσωτερική συμφιλίωσή μας με τον θανόντα γονέα, μέσα από μια πορεία επαναξιολόγησης του ατόμου που μας έφερε στη ζωή. 

 

Οι Συναισθηματικές Αντιδράσεις στο Πένθος της Απώλειας Γονέα

 

Ανάμεσα στα κυριότερα δεδομένα που ανακύπτουν και που σχετίζονται με το πένθος για την απώλεια γονέα εντοπίζονται τα παρακάτω:

 

  1. Το πρώτο χρονικό διάστημα μετά το γεγονός μπορεί να συνοδεύεται από συναισθηματική απάθεια ή μούδιασμα. Στην περίπτωση αυτή μην έχοντας συνειδητοποιήσει τον οριστικό χαρακτήρα της απώλειας φαίνεται σαν να μην επηρεαζόμαστε από αυτήν ή σαν να μην την βιώνουμε.  
     
  2. Σε περίπτωση που υπάρχουν άλλα μέλη της οικογένειας (π.χ. ο δεύτερος επιζών γονέας), μπορεί να επιλέξουμε συνειδητά ή ασυνείδητα να καταπνίξουμε τα συναισθήματά μας για να δείξουμε δυνατοί και να στηρίξουμε τους άλλους. Φροντίζουμε να μην αποφύγουμε την παραδοχή του προσωπικού μας πόνου για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς κινδυνεύουμε να εξαντληθούμε ή να καταρρεύσουμε αργότερα. 
     
  3. Η πλέον συνήθης συναισθηματική αντίδραση απέναντι στο θάνατο γονέα είναι η ενοχή. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε να είχαμε δράσει ή φερθεί διαφορετικά σε διάφορες περιστάσεις, είτε στο άμεσο -προ του θανάτου- παρελθόν είτε σε προηγούμενες αλληλεπιδράσεις μας με τον γονέα. Ως αποτέλεσμα των ενοχών, ο πόνος της απώλειας βαθαίνει και η αποδοχή παρεμποδίζεται. 
     
  4. Η αίσθηση αποπροσανατολισμού, μετεωρισμού και ανασφάλειας  συνοδεύει την απώλεια ενός γονέα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τον γονέα-φροντιστή ή για τον γονέα τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ως στυλοβάτη της οικογένειας και υποστηρικτή μας. Οι γονείς που πρόσφεραν φροντίδα, ασφάλεια και καθοδήγηση στα παιδιά τους αφήνουν ένα δυσαναπλήρωτο κενό ασφαλείας μετά τον χαμό τους. Ωστόσο, το τελευταίο παρατηρείται ακόμα και σε παιδιά που κατά τη διάρκεια της ζωής τους δεν έλαβαν τις ανάλογες φροντίδες και επέλεξαν να απομακρυνθούν από τη ζωή του γονέα. 
     
  5. Η αναπόληση στιγμών και η επαναφορά αναμνήσεων, ξεκινά σύντομα μετά την απώλεια ενός γονέα και πολλές φορές διαρκεί μέχρι το τέλος της ζωής μας. Αν και αναπόφευκτη, αυτή η λειτουργία είναι καλό να μην μετατρέπεται σε μια εμμονική αναζήτηση του παρελθόντος, ούτε να συνοδεύεται από διάθεση αυτό-επίκρισης και σκληρότητας για όσα συνέβησαν ή παραλήφθηκαν. Επιλέξτε να εστιάσετε σε ευχάριστες αναμνήσεις που έχετε από τον γονέα σας, σε πράγματα που κάνατε μαζί και θυμηθείτε τις στιγμές που τον κάνατε περήφανο ή ευτυχισμένο.

 

Η επίδραση της Απώλειας στην Οικογένεια

 

Σ’ αρκετές περιπτώσεις, ο θάνατος του γονέα ενδέχεται να επηρεάσει δραστικά και τις σχέσεις μεταξύ των επιζώντων μελών της οικογένειας. Κάποιοι δένονται περισσότερο και κάποιοι άλλοι απομακρύνονται μετά την απώλεια, καθώς δεν έχει μείνει πια τίποτα να τους ενώνει. Η οικογένεια αποτελεί ένα εξελισσόμενο σύστημα και η απώλεια ενός μέλους επιφέρει αλλαγές σε αυτό.

 

Όταν οι γονείς είναι ο μοναδικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα παιδιά, με την απώλεια τους σταματά και αυτή η σύνδεση. Αυτό συνήθως συμβαίνει σε αδέλφια που δεν έχουν αναπτύξει σχέση ουσιαστική μεταξύ τους και, επομένως, μετά τον θάνατο των γονιών τους δεν έχουν πια κοινό σημείο αναφοράς. Στον αντίποδα, όμως, μπορεί η απώλεια των γονιών να αναθερμάνει τις σχέσεις μεταξύ των αδελφών, εφόσον υπάρχει η θέληση να καταβληθεί προσπάθεια ανάπτυξης της επικοινωνίας μεταξύ τους.

 

Σε περίπτωση που απαιτείται ενημέρωση ανήλικων τέκνων για την απώλεια γονέα, αυτή  καλό είναι να γίνεται με βάση την ηλικία τους. Απαραίτητο είναι να αποφεύγονται οι πολλές ιατρικές λεπτομέρειες για τον θάνατο και σίγουρα δεν συνιστάται η απόκρυψη του γεγονότος ή μια άχαρη και ωραιοποιημένη περιγραφή της πορείας προς τον θάνατο. 

Σε προσχολικές και σχολικές ηλικίες όπου η έννοια του θανάτου δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα πρέπει να γίνεται προσπάθεια να μιλήσει κανείς με τον κατάλληλο τρόπο αλλά με ειλικρίνεια. Στην εφηβεία το γεγονός κοινοποιείται με ευαισθησία και ευθύτητα, προσπαθώντας να αντιμετωπιστούν τα έντονα συναισθήματα του εφήβου.

 

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι η απώλεια γονέα και η αντιμετώπισή της αποτελούν σχεδόν πάντα ένα ορόσημο στη ζωή κάθε ανθρώπου, ένα γεγονός που διεγείρει την ενατένιση της ζωής στον άνθρωπο και της σχέσης του με τον ίδιο του τον εαυτό.