Η ιστορία του ελληνικού μοιρολογιού

Η ιστορία του ελληνικού μοιρολογιού
Η ιστορία του ελληνικού μοιρολογιού

Πώς το ελληνικό μοιρολόι δοξάστηκε σ’ όλο τον κόσμο; Γιατί οι Έλληνες «τραγουδούν» τους νεκρούς τους και πώς τα τραγούδια αυτά μένουν ζωντανά μέχρι σήμερα; Ένα αφιέρωμα σε μερικά από τα πιο ξακουστά δημοτικά τραγούδια της χώρας

Σύνταξη: Άκης Κατσούδας

 

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ

Ο Κρίστοφερ Κινγκ βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης και τριγυρνά στα παλαιοπωλεία ψάχνοντας για δίσκους γραμμοφώνου, τους οποίους συλλέγει μανιωδώς. Ξαφνικά πέφτει πάνω σ’ ένα μοιρολόι του βιολιστή Αλέξη Ζούμπα από το μακρινό 1926. Το βάζει να το ακούσει. Ο ήχος από το βιολί τον συνεπαίρνει και αποφασίζει να επισκεφτεί την Ήπειρο και τα Ζαγοροχώρια προκειμένου να μάθει περισσότερα για την «αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης», όπως εκείνος την ονόμασε αργότερα. 

 

Μετά από αρκετά χρόνια έρευνας, τον Δεκέμβριο του 2018, ο γνωστός και βραβευμένος με Grammy μουσικός παραγωγός, εκδίδει το βιβλίο με τίτλο «Ηπειρώτικο Μοιρολόι». Το βιβλίο αποτελεί ένα οδοιπορικό γνώσεων και προσωπικών εμπειριών του Κρίστοφερ Κινγκ σχετικά με την Ήπειρο, τα δημοτικά τραγούδια και τα μοιρολόγια και προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αμερική. Μάλιστα, ο δημοσιογράφος που επιμελήθηκε το αφιέρωμα στο New York Times Magazine, σημειώνει πως το μοιρολόι του Αλέξη Ζούμπα είναι «ένα από τα πιο υπνωτικά και απόκοσμα μουσικά κομμάτια που έχει ακούσει ποτέ». 

 

Οι πληροφορίες για τη ζωή του βιολιστή που έμελλε να αναγνωριστεί παγκοσμίως 100 χρόνια μετά το έργο του είναι περιορισμένες. Ο Αλέξης Ζούμπας γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1883, στο Γραμμένο Ιωαννίνων, σε μια οικογένεια με άλλα 5 παιδιά. Από μικρός έδειξε το ενδιαφέρον του για το βιολί και μέχρι τις αρχές του 1900 είχε γίνει ένας από τους πιο γνωστούς οργανοπαίχτες της Ηπείρου. Τα χρήματα, ωστόσο, που έβγαζε ήταν πολύ λίγα για να συντηρήσει την οικογένειά του και γι’ αυτό, το 1910, μπήκε στο πλοίο με τη γυναίκα του και τις δυο του κόρες, προκειμένου να μεταναστεύσουν, όλοι μαζί, στις Η.Π.Α. 

 

Το μοιρολόι που ανακάλυψε ο Κρίστοφερ Κινγκ, κατά πάσα πιθανότητα, ηχογραφήθηκε σ’ ένα μικρό στούντιο στη Νέα Υόρκη. Όπως σημειώνει ο ίδιος στο βιβλίο του, το παίξιμο του αρτίστα βιολίστη ενέχει μια «υστερία», καθώς κάθε νότα «τρέμει», λες κι ο ίδιος είχε υποστεί ένα ισχυρό συναισθηματικό πλήγμα. Αυτό το πλήγμα, ο συγγραφέας το αποδίδει στη θλίψη του για τη ξενιτιά και τη βαθιά του επιθυμία να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. 

 

Το ηπειρώτικο μοιρολόι είναι ένας πεντατονικός θρήνος, ο οποίος, παρά το πέρασμα των αιώνων, ψάλλεται ακόμη στις κηδείες. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα τελετουργικό το οποίο ξεκινά στο σπίτι του νεκρού και ολοκληρώνεται πάνω από τον τάφο, με συγγενείς και φίλους να τραγουδούν για το χαμό του αγαπημένου προσώπου, μερικές φορές ακόμη και με τη συνοδεία βιολιού ή κλαρίνου. 

 

Τα μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια που έχουν προκύψει από αυτά είναι καλά ριζωμένα στην παράδοση των Ηπειρωτών και πια δεν ακούγονται μόνο στις κηδείες. Χαρακτηριστικό είναι πως αρκετοί ντόπιοι ζητούν από τους μουσικούς, ακόμη και στους γάμους, να παίξουν ένα μοιρολόι για τους νεκρούς αλλά και γι’ αυτούς που ζουν στα ξένα. 

 

Η ξενιτιά για τους Ηπειρώτες, τον 20ό αιώνα, ισοδυναμούσε με θάνατο, καθώς κανείς δεν γνώριζε αν και πότε θα έβλεπε ξανά το γιο, την κόρη ή το σύζυγό του που έφευγε από τα απόκρημνα βουνά της Ηπείρου για ένα μακρινό ταξίδι ως την Αμερική, την Ευρώπη ή την Αυστραλία. 

 

Τα μοιρολόγια, ωστόσο, δεν εντοπίζονται μόνο στην Ήπειρο αλλά και στην υπόλοιπη χώρα, με κάθε περιοχή να τα παραλλάσσει, ανάλογα με τα τοπικά ιδιώματα και την κουλτούρα της. Γνωστά είναι, επίσης, τα κρητικά, τα ποντιακά, τα βορειοηπειρώτικα και τα μανιάτικα μοιρολόγια, που μάλιστα έχουν έναν ιδιαίτερα καταθλιπτικό χαρακτήρα και εκφράζουν περισσότερο τον πόνο για τον νεκρό παρά τη λύτρωση της κάθαρσης. 

 

 

Αλέξης Ζουμπάς

Αλέξης Ζουμπάς

Ποια είναι η ετυμολογία της λέξης "μοιρολόι"

 

Όλα αυτά τα χρόνια, αρκετοί επιστήμονες και μουσικολόγοι έχουν ερευνήσει τις προεκτάσεις και τη σχέση των λυρικών αυτών τραγουδιών με τη διαχείριση και την έκφραση του θρήνου στην Ελλάδα. Η λέξη «μοιρολόι» προέρχεται ετυμολογικά, μάλλον, από τις λέξεις «μοίρα» και «λέγω». Ωστόσο, σύμφωνα με τον Αδαμάντιο Κοραή, η ρίζα της λέξης πρέπει να αναζητηθεί στο αρχαίο έθιμο του μυρώματος του νεκρού και γι’ αυτό και προτείνει την ορθογραφία «μυρολόγι». 

 

Σύμφωνα, λοιπόν, με το έθιμο, αφού ο νεκρός πλυθεί με νερό ή κρασί, ντυθεί με καινούρια ρούχα και τοποθετηθεί στο φέρετρο με τέτοιο τρόπο ώστε το κεφάλι του να κοιτάζει την ανατολή, όλες οι πόρτες του σπιτιού μένουν ανοιχτές και οι γυναίκες με λυτά μαλλιά παίρνουν θέση γύρω από το νεκρό. Ο πόνος των κοντινών συγγενών για το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου είναι ιδιαίτερα έντονος και εκφράζεται αρχικά με αυθόρμητους θρήνους. 

 

Εκείνη την ώρα, η μοιρολογίστρα -που μπορεί να είναι επαγγελματίας, συγγενής ή ακόμη και γειτόνισσα- αρχίζει να κλαίει τον νεκρό με μοιρολόγια που αναφέρονται στο Χάρο, τον Κάτω Κόσμο, τις αρετές του θανόντος, τη ζωή που αφήνει πίσω του και τις δυσκολίες της καθημερινότητας που πρόκειται να αντιμετωπίσουν από δω και πέρα ο σύζυγος και τα ορφανά. Το πένθος και η απώλεια παρομοιάζεται, πολλές φορές, με τη δίψα, ενώ το χώμα, με τη «μαύρη γη». Σ’ αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, τα μοιρολόγια παίρνουν τη μορφή δεήσεων των οικείων στο Θεό, προκειμένου να τους φέρει πίσω τον άνθρωπό τους μ’ οποιοδήποτε αντάλλαγμα, γι’ αυτό και στο Βυζάντιο ονομάζονταν «ανακλήματα». 

 

Η μορφή με την οποία έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, συναντάται ήδη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ωστόσο, οι ρίζες των μοιρολογιών στον ελλαδικό χώρο είναι πολύ βαθύτερες. Χαρακτηριστικό είναι πως στην Ιλιάδα, ο Όμηρος αναφέρεται σε αρκετά μοιρολόγια, μεταξύ των οποίων αυτό της Εκάβης για τον νεκρό Έκτορα και του Αχιλλέα για τον παιδικό του φίλο Πάτροκλο. 

 

Το τελετουργικό, έτσι όπως έχει καταγραφεί σε αρχαία κείμενα και έχει απεικονιστεί σε ταφικά αγγεία, μοιάζει αρκετά μ’ αυτό που ακολουθείται μέχρι και σήμερα. Το κλάμα ξεκινούσε με τον αυθόρμητο θρήνο και τα αυτοσχέδια τραγούδια που διαμορφώνονταν επιτόπου - τον “γόο” όπως τον ονόμαζαν οι Αρχαίοι Έλληνες - και κατέληγε στις μελοποιημένες συνθέσεις που ερμηνεύονταν από μισθωμένους επαγγελματίες. Η συγκεκριμένη διαδικασία ήταν μια υποχρέωση που είχαν οι οικείοι του νεκρού προκειμένου να μη φύγει άκλαυτος προς τον Κάτω Κόσμο. Αυτή η υποχρέωση υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ήταν ακόμη και καταναγκαστική, ιδιαίτερα στις κηδείες τυράννων ή βασιλιάδων, με τους υπηκόους να μαστιγώνονται προκειμένου να βγάλουν σπαρακτικές φωνές. 

 

Το μοιρολόι ήταν ιδιαίτερα έντονο, με τις μοιρολογίστρες να τραβούν τα μαλλιά τους, να σκίζουν τα ρούχα τους και να δίνουν δυνατές γροθιές στο στέρνο τους για να ξεσπάσουν και να ξεφύγουν απ’ τον πόνο της ψυχής τους. Το εντυπωσιακό του πράγματος είναι πως ανάλογα τελετουργικά έχουν εντοπιστεί σ’ όλες τις άκρες της γης, από την Αίγυπτο και την Ινδία ως την μακρινή Κίνα. 

 

Η χριστιανική εκκλησία καταδίκασε από την αρχή ως απρεπή και άτοπα τα έντονα αυτά μοιρολόγια. Όπως αναφέρει η Margaret Alexiou στο βιβλίο της «Ο τελετουργικός θρήνος στην ελληνική παράδοση», ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τα θεωρούσε «βλασφημία» και ήταν ενάντιος στη χρήση μοιρολογιστρών με αμοιβή. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες της εκκλησίας, τα μοιρολόγια δεν εξαφανίστηκαν αλλά σταδιακά άρχισαν να γίνονται αποδεκτά από τους ιερείς, μ’ αποτέλεσμα σήμερα να ακούγονται ακόμη και μέσα στις εκκλησίες. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα έθιμο το οποίο απορροφήθηκε από τον χριστιανισμό, αφήνοντας το στίγμα του ακόμη και στα μοιρολόγια της Παναγίας για τον Ιησού, τα οποία εμφανίζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά μ’ εκείνα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, κάτι το οποίο δεν απαντάται ιστορικά. 

 

Μπορεί πλέον τα μοιρολόγια ν’ ακούγονται όλο και πιο σπάνια, καθώς οι μοιρολογίστρες που έχουν απομείνει είναι πολύ λίγες σ’ όλη τη χώρα. Τα δημοτικά τραγούδια, ωστόσο, που έχουν εμπνευστεί απ’ αυτά έχουν μείνει αναλλοίωτα στο χρόνο. Στα παραδοσιακά πανηγύρια, στις πετρόχτιστες πλατείες των χωριών που επισκέφτηκε ο Κρίστοφερ Κινγκ για να γράψει το βιβλίο του και να εξυμνήσει την ηπειρώτικη παράδοση, το πρώτο τραγούδι είναι πάντοτε ένα μοιρολόι, ένας ύμνος σ’ όλους εκείνους που λείπουν από το γλέντι. Ταυτόχρονα είναι ένας ύμνος στα αθάνατα βουνά, τα ποτάμια και τις θάλασσες, ένας ύμνος στη φύση και εντέλει στην ίδια τη ζωή. 

 

ΟΤΑΝ ΞΕΨΥΧΗΣΗ

 

Τώρα, ουρανέ μου, βρόντησε, τώρα, ουρανέ μου, βρέξε,

ρήξε 'ς τους κάμπους τη βροχή και 'ς τα βουνά το χιόνι,

'ς του πικραμένου την αυλή τρία γυαλιά φαρμάκι.

Τό να να πίνη την αυγή τ' άλλο το μεσημέρι,

το τρίτο το πικρότερο 'ς το δείπνο, όταν δειπνάη.

 

'Σ του πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει,

μον' είναι πάντα συννεφιά και βασιλεύει αντάρα,

φυτρώνει ο πικραπήγανος, να τρων οι πικραμένοι,

να τρων οι μάνναις τοις κορφαίς, κ' οι αδερφαίς τους κλώνους,

γυναίκες των καλών αντρών να τον ξεθεμελιώνουν.

 

Πρέπει η γης να χαίρεται, πρέπει να καμαρώνη,

πρέπει νά τηνε σπέρνουνε κλωνιά μαργαριτάρι,

πρέπει να τη σκαλίζουνε με χρυσά σκαλιστήρια,

που τρώγει αϊτούς και σταυραϊτούς, και νιαϊς με τα στολίδια,

τρώει του μαννάδων τα παιδιά, τουν αδερφιών ταδέρφια,

που τρώγει και τα αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.

 

Ο Κύριος έκαμε τη γη κ' εστόλισε τον κόσμο,

μα μόνο τρία πράματα δεν έμπεψε 'ς τον κόσμο,

γιοφύριν εις τη θάλασσα και γαγερμό 'ς τον Νάδη,

και σκάλαν εις τον ουρανό να πχαίνου να γαγέρνου.

 

Μέσα η καρδιά μου με πονεί, μα δεν ηξεύρω τι έχει,

κάνε πουλί τήνε τσιμπά, κάνε θηριό την τρώγει,

κάνε μαχαίρι δίκοπο είναι και τήνε κόβει.

 

Τίνος να ειπώ το ντέρτι μου, το ντέρτι της καρδιάς μου;

Να σας το ειπώ ψηλά βουνά; ψηλά είστε δεν τ' ακούτε,

να σας το ειπώ ψηλά δεντρά; φυσάει βοριάς, το παίρνει,

να σας το ειπώ χαμόκλαρα; φυσάει νοτιά, το παίρνει.

Εγείραν τα δεντρόφυλλα κι' ακούμπησαν 'ς το χιόνι,

σε μελετάει ταχείλι μου, μέσα η καρδιά μου λειώνει.

 

Τα ρούχα μου και τα καλά όποιος τα βρη, ας τα πάρη,

μα της καρδιάς μου τον καϊμό κανένας να μην πάρη.

 

Τα μοιριολόγια τά σωσα, τα δάκρυα μου στερέψαν,

θα πάρω δάκρυα δανεικά και μοιριολόγια ξένα,

τα μοιριολόγια απ' ταρφανά, τα δάκρυα από τοις χήραις.

 

Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδαις είχα βάλη,

Είχα τον ήλιο 'ς τα βουνά, και τον αϊτό 'ς τους κάμπους,

και το βοριά το δροσερό τον είχα 'ς τα καράβια.

Μα ο ήλιος εβασίλεψε, κι' ο αϊτός αποκοιμήθη,

και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.

Κ' έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.

 

Τήρα μη μοιάσης του λαγού, οπού γεννάει κι' αρνειέται.

Μοιάσε της πετροπέρδικας, της αηδονολαλούσας,

που κάνει δεκοχτώ πουλιά, κανένα δεν αρνειέται,

κι' αν πέστι αϊτός και πάρη ένα, εν' από τα πουλιά της,

κάνει καιρούς να πιη νερό, καιρούς να κελάϊδήση.

Κι' οπόβρη ξάστερο νερό, θολώνει και το πίνει,

κι' οπόβρη μαυρη καψαλιά, θα κάτστι να βοσκήση,

κι' οπόβρη μαύρο κούτσουρο, θα κάτση να λαλήση.

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ