Ο ρόλος της οικογένειας

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ο ρόλος της οικογένειας

Η οικογένεια του ατόμου που έρχεται αντιμέτωπο με το θάνατό του καλείται να αναλάβει ένα ιδιαίτερα μεγάλο ψυχολογικό και πρακτικό φορτίο.

Από το άκουσμα της διάγνωσης μέχρι και το ίδιο το γεγονός του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, οι συναισθηματικές διακυμάνσεις, η ανάγκη στήριξης του ασθενούς, οι διαδικασίες της νοσηλείας και, μετέπειτα, της κηδείας, αποτελούν σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα της ψυχολογίας των οικείων του.

 

 

Και σε αυτή την προσέγγιση είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει ένας και μόνος σωστός τρόπος διαχείρισης της κατάστασης. Δεν υπάρχουν γενικεύσεις και συμβουλές που να μπορούν να εφαρμοστούν σε κάθε περίπτωση.

Ωστόσο, ο συμπονετικός και κατανοητικός τρόπος αντιμετώπισης είναι σχεδόν πάντα ο καταλληλότερος και, όταν βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση της διαχείρισης του επερχόμενου θανάτου ενός αγαπημένου μας προσώπου, οι ποιότητες αυτές καλό είναι να στρέφονται πρώτα προς εμάς τους ίδιους, ώστε να μπορούν στη συνέχεια να διοχετευθούν και προς τον ασθενή.  

Αρχικά αξίζει να τονιστεί ότι η οικογένεια, ως σύνθετο κοινωνικό σύστημα, αποτελεί έναν οργανισμό ο οποίος δεν θα έχει την ίδια μορφή μετά το θάνατο ενός μέλους του. Καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα συναισθήματα άγχους, φόβου, θυμού και θλίψης χωρίς να επιβαρύνεται ο αγαπημένος μας άνθρωπος που φεύγει.

 

Είναι σημαντικό η προσοχή μας να είναι εστιασμένη στις ανάγκες και επιθυμίες του ασθενούς, να του παρέχουμε ασφάλεια, φροντίδα, στήριξη και συμπόνια. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να εξασφαλίζουμε έναν κατά το δυνατόν υψηλό βαθμό αυτό-προστασίας μέσα στο προσωπικό μας βίωμα, προκειμένου να παραμείνουμε κι εμείς οι ίδιοι ασφαλείς και υποστηρικτικοί σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και να μην υποστούμε σοβαρή ψυχολογική εξασθένιση. 

 

Η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων που βρίσκονται στο τέλος του κύκλου ζωής τους καθώς και των μελών της οικογένειάς τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αντιμετώπιση (την μη άρνηση) των συμπτωμάτων του βιώματος.

Ιδιαιτέρως, εάν είμαστε στη θέση του βασικού φροντιστή, του ατόμου που παρέχει την καθημερινή φροντίδα στον ασθενή, μπορεί να παρουσιάσουμε ακόμα και κλινικά σημάδια, λιγότερο ή περισσότερο εμφανή, κατάθλιψης, ή και βιολογικά συμπτώματα όπως  πόνους, δύσπνοια, ναυτία, κόπωση, απώλεια βάρους, αϋπνία κλπ.

 

Και αν τα παραπάνω είναι ορατά, υπάρχουν και άλλα υποβόσκοντα ζητήματα το οποία επισκιάζουν την ψυχολογία μας. Τα κυριότερα επιβαρυντικά στοιχεία σε αυτή την περίπτωση συνοψίζονται ενδεικτικά στα παρακάτω:

​​​​​​​5 Επιβαρυντικά Στοιχεία για τη ψυχολογία των οικείων

 

  1. Η φροντίδα για άτομα με προχωρημένη σοβαρή ασθένεια είναι συχνά μια μακροχρόνια,  υψηλής αφοσίωσης εργασία, που για να είναι ολοκληρωμένη και υψηλής ποιότητας, απαιτεί μόχθο, οικονομική θυσία, αναπροσαρμογή προτεραιοτήτων, διαθεσιμότητα.
    Με επίκεντρο το άτομο που πεθαίνει, εάν είμαστε ο κύριος φροντιστής, δηλαδή το άτομο που αφοσιώνεται στον ασθενή, συντονίζουμε όλες τις δυνάμεις μας και ρυθμίζουμε ότι είναι αναγκαίο για να υποστηρίξουμε το γεγονός, συχνά παραμελώντας την δική μας υγεία και ψυχική ευημερία. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποφεύγεται ή να αντιμετωπίζεται αν προκύψει. Ο υψηλός βαθμός αφοσίωσης προς τον ασθενή χωρίς σταματημό εξαντλεί τα σωματικά και ψυχικά αποθέματά μας, και καλό είναι να επαγρυπνούμε για να μην καταπονηθούμε σωματικά και ψυχικά.

     
  2. Δεν πρέπει να παραμελούμε την ανάγκη του να υποστηριχτούμε από τους άλλους. Είναι προτιμότερο να υιοθετηθεί αν είναι εφικτό μια επιλογή εναλλαγής φροντιστών ή να γίνονται διαλλείματα με περιόδους ανάπαυσης. Επίσης, συνιστάται να καταφεύγουμε σε ψυχολογική υποστήριξη από επαγγελματία για την διαχείριση του ιδίου βιώματος, αλλά ακόμα και να αποσυμφοριζόμαστε συζητώντας και λαμβάνοντας υποστήριξη από τους οικείους μας, για την δική μας εξοικείωση με την αλλαγή του τρόπου ζωής μας, την αποδοχή της επερχόμενης απώλειας, κλπ. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ζητούμε και να λαμβάνουμε βοήθεια για εμάς.
     
  3.  Όταν η υγειονομική περίθαλψη του ασθενούς ή ενός ατόμου σε προχωρημένο γήρας γίνεται σε νοσοκομείο ή κλινική, τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά στην ψυχολογία του παρόχου φροντίδας σε σύγκριση με το αν αυτός έχει αναλάβει την περίθαλψη στο σπίτι, φαινόμενο συχνότατο στην ελληνική κοινωνία.  
    Η επικοινωνία μας με τον ασθενή μέσα στο σπίτι, η συνεχής πρόνοια περί της φροντίδας του και οι διαφωνίες/ ρίξεις στις οποίες οδηγούμαστε συχνά μέσα από αυτή τη διαδικασία αυξάνονται σημαντικά, ιδιαίτερα όταν αναγκαστούμε να αλλάξουμε ολοκληρωτικά τον τρόπο ζωής μας για να αφοσιωθούμε στον ασθενή. Δεν πρέπει να παραμελούμε την προσωπική μας φροντίδα, όσο δύσκολο κι αν ακούγεται αυτό πρακτικά, καθώς έτσι διασφαλίζουμε τις αντοχές μας σε βάθος χρόνου.
     
  4. Η χρηματική δαπάνη και η απώλεια εσόδων συχνά οδηγούν σε οικονομική εξασθένηση και δεν πρέπει να αγνοούνται. Είναι δεδομένο ότι η συσσώρευση θυμού στον φροντιστή ως απόρροια των παραπάνω δυσχεραίνει τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και εμποδίζει την ανακούφιση του ατόμου που φεύγει, καθώς βασικές αρχές της παρηγορητικής φροντίδας διαταράσσονται.
    Οι εντάσεις αυτές μπορούν να αποφεύγονται όταν επιλέγουμε να μοιραστούμε το οικονομικό φορτίο με την υπόλοιπη οικογένεια χωρίς να αποφεύγουμε την αντιμετώπιση του θέματος και χωρίς να συσσωρεύουμε εντάσεις. 

     
  5. Η έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων, δεξιοτήτων αλλά και ψυχολογικών δυνάμεων, μπορεί να μας οδηγήσει στην υιοθέτηση εσφαλμένων πρακτικών στην φροντίδα του ασθενούς. Σε αυτή την περίπτωση ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε εξάρσεις συναισθημάτων ενοχής, ότι δεν είμαστε ικανοί να προσφέρουμε αρκετά κλπ. 

 

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί η ανάγκη να μην αγνοεί η οικογένεια την ψυχολογική υποστήριξη κάποιου μέλους της όταν εμφανίζονται παρόμοια θέματα. Η επιστήμη της ψυχολογίας αντιμετωπίζει την κλινική κατάθλιψη για τους εμπλεκόμενους τρίτους, βοηθά τους φροντιστές και τα μέλη της οικογένειας με την παρότρυνση σε συναισθηματική έκφραση και σε εξωτερίκευση των αναγκών τους.

 

Το να φροντίζουμε τον ίδιο τον εαυτό μας ψυχικά και σωματικά προκειμένου να αντέξουμε την δοκιμασία αυτή είναι σημαντικό και για το άτομο το οποίο φροντίζουμε. Η συμβολή του ειδικού μπορεί, με κάθε τρόπο, να μας βοηθήσει να μειώσουμε τα επίπεδα στρες που βιώνουμε, να διαχειριστούμε τις αρνητικές σκέψεις, να αντιμετωπίσουμε τα συναισθήματα θλίψης, θυμού και ενοχών και να ομαλοποιήσουμε την μεταξύ μας σχέση. 

 

Στην Ελλάδα ο τομέας της Εξειδικευμένης Ανακουφιστικής Φροντίδας είναι ελάχιστα ανεπτυγμένος με τις έρευνες να καταγράφουν μόλις τρία σε λειτουργία σχετικά προγράμματα, τα οποία εξυπηρετούν ετησίως περί τους 600 ασθενείς.

Τα αίτια και η ελλιπής πρόβλεψη για το ζήτημα μπορούν να αναζητηθούν στην ελληνική κοινωνία και τις αντιλήψεις περί θανάτου, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από κοινωνικές προκαταλήψεις και ταμπού σχετικά με τη φροντίδα μελών της οικογενείας που πεθαίνουν.

 

Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν και δημογραφικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας (υψηλό ποσοστό συγκατοίκησης γενεών). Η δημιουργία δομών ανακουφιστικής φροντίδας και η προσφυγή σε αυτές θα πρέπει να αποτελέσουν μια συνηθέστερη επιλογή για την ελληνική κοινωνία στο μέλλον, καθώς το ιδιαίτερα βαρύ φορτίο της φροντίδας αυτής για την οικογένεια είναι συχνά εξαντλητικό σε ψυχολογικό και σωματικό επίπεδο.