Περικλέους Επιτάφιος: Η ιστορία του πιο διάσημου επικήδειου λόγου της αρχαιότητας

Περικλέους Επιτάφιος: Η ιστορία του πιο διάσημου επικήδειου λόγου της αρχαιότητας
Περικλέους Επιτάφιος: Η ιστορία του πιο διάσημου επικήδειου λόγου της αρχαιότητας

Ποια είναι η ιστορία πίσω απ’ τον επιτάφιο του Περικλή που εκφωνήθηκε μετά το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου; Με ποιο τρόπο δοξάζεται το μεγαλείο και η δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας; Γιατί κάποιοι υποστηρίζουν πως δεν έχει γραφτεί από τον Περικλή, αλλά από τον Θουκυδίδη; 

 

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ

Ένα χρόνο μετά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, το χειμώνα του 430 π.Χ., ο Περικλής προσέρχεται στο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Πρόκειται να εκφωνήσει έναν λόγο για να τιμήσει τους πρώτους πεσόντες Αθηναίους από τις μάχες στις Πλαταιές και τους Ρείτους, μια τοποθεσία μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας. 

 

Ο Επιτάφιος λόγος του, έτσι όπως έχει διασωθεί από τα Ιστορικά του Θουκυδίδη, είναι ένα συγκινησιακά φορτισμένο κείμενο και, παράλληλα, ένας φλογερός ύμνος στην αθηναϊκή δημοκρατία και την αγάπη για την ελευθερία. 

 

 

Το παρακάτω απόσπασμα, που επαναλαμβάνεται, ακόμη και σήμερα, σε στρατιωτικούς επικήδειους, είναι χαρακτηριστικό της αναγνώρισης της ύψιστης προσφοράς των πεσόντων του πολέμου (θυσία για την πατρίδα) και των τιμών που πρέπει να τους αποδοθούν:

 

«Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκεία σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστω τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται» το οποίο, σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «Διότι, τάφος των επιφανών ανδρών είναι κάθε τόπος και δε σώζεται το όνομά τους μόνο σε επιγραφές στην πατρίδα τους, αλλά διατηρείται η ανάμνησή τους και στις ξένες χώρες, πιο πολύ στη μνήμη και στις καρδιές των ανθρώπων παρά στα γραπτά μνημεία και στους τάφους». 

 

Ο Επιτάφιος του Περικλή, ένας από τους 6 που έχουν διασωθεί από την αρχαία Ελλάδα, είναι πολύ πιθανό πως εκφωνήθηκε στο νεκροταφείο του Κεραμεικού -πιο συγκεκριμένα, σε μια μικρή πλατεία η οποία βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την οδό Τάφων, όπου και συγκεντρώνονταν οι πενθούντες για να θρηνήσουν.

 

Σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα της αρχαίας Αθήνας, η κηδεία των πεσόντων γινόταν στις αρχές του χειμώνα, με εκφώνηση επιταφίου λόγου από έναν διακεκριμένο άνδρα. Οι νεκροί καίγονταν επιτόπου στα πεδία των μαχών και τα οστά τους μεταφέρονταν στην Αθήνα για την ταφή. Αυτό συνέβαινε καθώς σύμφωνα με τον «πάτριο νόμο», κάθε Αθηναίος έπρεπε να ταφεί στην πόλη του με κάθε κόστος, για λόγους τόσο πρακτικούς, όσο και πολιτικούς. 

 

Τα οστά μεταφέρονταν σε λάρνακα από κυπαρίσσι, μία για κάθε φυλή των Αθηναίων. Στο τέλος της πομπής, υπήρχε μια τιμητική λάρνακα, σκεπασμένη με σεντόνι, για τους πεσόντες εκείνους των οποίων τα σώματα δεν μπόρεσαν να περισυλλεγούν και να ταφούν. Στον χώρο του Κεραμεικού βρίσκονταν, ήδη, γυναίκες που θρηνούσαν, ενώ κατά τη παράδοση, ένας εκλεγμένος πολίτης που η γνώμη του ήταν συνετή και άξια, έλεγε τον έπαινο τον πρέποντα και η τελετή έληγε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ορίστηκε να μιλήσει ο Περικλής ο οποίος ανέβηκε στο βήμα ώστε η φωνή του να φτάσει στα αυτιά όσο το δυνατόν περισσότερων.

 

Ο Επιτάφιος του Περικλή, διακρίνεται σε 5 στάδια: το προοίμιο, το πρώτο μέρος, το δεύτερο, το τρίτο και τον επίλογο. Τα πρώτα του λόγια είναι πως προτιμά να τιμά τους νεκρούς με πράξεις και όχι με λόγια, ωστόσο, επιλέγει να εκφωνήσει τον επιτάφιο από σεβασμό απέναντι στο νόμο, τιμώντας τους πεσόντες που σκοτώθηκαν υπερασπιζόμενοι την Αθήνα. 

 

Το πρώτο μέρος είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς σ’ αυτό διαφαίνεται η έριδα μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης και οι λόγοι για τους οποίους ξέσπασε αυτός ο πόλεμος. Ο Περικλής κάνει εκτενή αναφορά στα μεγάλα επιτεύγματα της Αθήνας στον Τρωικό αλλά και τον Περσικό Πόλεμο, εξυμνώντας το ηθικό των Αθηναίων της εποχής του. 

 

Ο Περικλής, καθόλη τη διάρκεια του πρώτου μέρους, αναφέρεται διαρκώς στις αρετές της αθηναϊκής πολιτείας, το κράτος δικαίου, τον πολιτισμό, την ελευθερία, τις εορταστικές εκδηλώσεις, τα όμορφα σπίτια, το εμπόριο, τον τρόπο ζωής των Αθηναίων. Κι όλα αυτά στηλιτεύοντας παράλληλα την Σπάρτη, την οποία θεωρεί μια πόλη ανελεύθερη, στρατικοποιημένη και απαίδευτη. 

 

Χαρακτηριστικά αναφέρει την “ξενηλασία”, μια πρακτική που λάμβανε χώρα στο αρχαίο σπαρτιατικό κράτος, και βάσει της οποίας δεν επιτρεπόταν σε κανέναν ξένο να μετοικήσει ή να διαμείνει στην πόλη αρκετό καιρό ώστε να συλλέξει πληροφορίες για την κατάσταση και τη στρατιωτική της ισχύ. Αυτή η πρακτική, κατά τα φαινόμενα, δεν εφαρμόστηκε από άλλες πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας. 

 

Αντιθέτως, οι Αθηναίοι, έχουν, σύμφωνα με τον Περικλή, τις πόρτες τους ανοιχτές σε όλους, αναφέροντας μάλιστα ότι: «εμείς έχουμε θαυμάσιο στρατό χωρίς να χρειάζεται να ακολουθούμε τέτοια εκπαίδευση» και συμπληρώνει ότι παρά την εκπαίδευσή τους οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν πάντα με συμμάχους ενώ «εμείς εύκολα νικάμε και μόνοι μας» και ότι «αν τύχει να νικήσουν ένα δικό μας μικρό τμήμα στρατού καυχιούνται ότι μας νίκησαν όλους, κι αν τύχει να νικηθούν από αυτό το μικρό τμήμα στρατού το δικό μας, λένε ότι νικήθηκαν από ολόκληρο το στράτευμά μας, ενώ εμείς έχουμε την ανδρεία από την ανατροφή μας και όχι επειδή μας την επιβάλλει ο νόμος και κάνουμε οικονομία δυνάμεων για σκληρές συνθήκες όταν πράγματι πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε και όχι εκ των προτέρων απλά για γυμναστική του στρατιώτη». 

 

Στο δεύτερο μέρος του λόγου του, μνημονεύει τους νεκρούς του πολέμου, οι οποίοι έδωσαν το παράδειγμα για το πώς πρέπει να μάχονται οι ζωντανοί. Στο τρίτο μέρος και τον επίλογο, απευθύνεται στους συγγενείς των νεκρών και προσπαθεί να τους παρηγορήσει, μιλώντας τους για το καλό που έκαναν οι πεσόντες στην πόλη, κάτι που δεν πρόκειται να ξεχαστεί ποτέ. 

 

Όσον αφορά την πατρότητα του Επιταφίου, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις από την ιστορική κοινότητα. Καμία ωστόσο δεν μπορεί ν’ αποδείξει ικανοποιητικά τη θέση της, ότι δηλαδή ο συγγραφέας του έργου είναι με βεβαιότητα ο Περικλής ή ο Θουκυδίδης. Το σίγουρο είναι ότι ο Επιτάφιος δεν ήταν δυνατό να μεταφερθεί λέξη προς λέξη, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Θουκυδίδης. 

 

Η μάχη σχετικά με την πατρότητα του έργου ξεκινά ήδη από το 60 π.Χ με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, τον Έλληνα ιστορικό και δάσκαλο ρητορικής, να υποστηρίζει πως ο Θουκυδίδης είναι ο πραγματικός συγγραφέας του Επιταφίου. Όπως και να ‘χει, το συγκεκριμένο έργο, αντάξιο της πνευματικότητας και των δύο προσωπικοτήτων, αποτελεί ένα διαχρονικό κείμενο, που μιλάει για τα ιδανικά της δημοκρατίας και την αξία της ελευθερίας, και είναι ικανό ν’ αγγίξει κάθε σύγχρονο άνθρωπο.

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ