Νεκροψία

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Νεκροψία

 

Οποτεδήποτε προκύπτει από τις περιστάσεις ότι απαιτείται -με βάση τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις- η παρέμβαση ιατροδικαστή για την πιστοποίηση θανάτου ενός προσώπου, τότε η σορός του προσώπου αυτού υποβάλλεται αναγκαστικά σε νεκροψία. 

 

Συγκεκριμένα, αυτό συμβαίνει αν ο θάνατος επήλθε από αδιευκρίνιστα αίτια, ή με τρόπο βίαιο ή αφύσικο, ή κάτω από περιστάσεις για τις οποίες απαιτούνται διευκρινίσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας.

Τότε, ο γιατρός που καλείται να συντάξει το Ιατρικό Πιστοποιητικό Θανάτου, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και γνωρίζοντας τις σχετικές διατάξεις του νόμου, ειδοποιεί την ιατροδικαστική αρχή. 

Τι ορίζεται ως βίαιη απώλεια ζωής;


Ο θάνατος που επήλθε ως αποτέλεσμα επίδρασης στον οργανισμό:

α) εξωτερικής βίας, φυσικής (π.χ. τροχαίο ατύχημα, προφανές έγκλημα), 

β) χημικής (δηλητηρίαση), 

γ) μηχανικής (με χρήση εξωτερικών μέσων ), ή 

δ) στέρησης ενός παράγοντα απαραίτητου για την επιβίωση (π.χ. ασφυξία)  

Στην Ελλάδα η νεκροτομή διενεργείται αποκλειστικά μετά από εντολή δημόσιας αρχής (αστυνομικής, λιμενικής, εισαγγελικής, στρατιωτικής ή άλλης) και ποτέ κατά τρόπο ιδιωτικό από γιατρό χωρίς το σχετικό έγγραφο.

Την εξέταση αναλαμβάνει συνήθως ιατροδικαστής του ελληνικού δημοσίου (ιατροδικαστικής υπηρεσίας, Πανεπιστημίου, νοσοκομείου) 12 ώρες τουλάχιστον από την ώρα του θανάτου.

 

Το κόστος της διαδικασίας βαρύνει την Πολιτεία -εκτός από την πιθανότητα το νεκροτομείο να μην βρίσκεται κοντά στον τόπο θανάτου, οπότε ενδεχομένως η οικογένεια να επιφορτιστεί με την μεταφορά της σορού από και προς το νεκροτομείο.

 

Εάν οι περιστάσεις το απαιτούν, η οικογένεια έχει το δικαίωμα να προσλάβει και ιδιωτικό ιατροδικαστή ο οποίος θα ενεργήσει ως τεχνικός σύμβουλος στη διαδικασία και θα συντάξει τη δική του ιατροδικαστική έκθεση, προς χρήση ενώπιον δικαστηρίου κλπ. 

 

 

Όταν ο ιατροδικαστής κληθεί από τις αρχές ή τον γιατρό στον τόπο όπου συνέβη ο θάνατος, αρχικά εποπτεύει τον χώρο και προσπαθεί να συλλέξει στοιχεία σε σχέση με το χρόνο και τις συνθήκες του θανάτου, καθώς και για το όργανο ή μέσον (αν υπάρχει) που προκάλεσε τις κακώσεις. Εάν το κρίνει απαραίτητο, ο ιατροδικαστής συλλέγει επίσης δείγματα από το σημείο για το εργαστήριο. 

 

Μετά τη μεταφορά της σορού στο νεκροτομείο, ο ιατροδικαστής την εξετάζει μέσω επισκόπησης και ψηλάφησης, χωρίς μηχανική επέμβαση, και διατυπώνει τις πρώτες εκτιμήσεις του για τα αίτια και τις συνθήκες του θανάτου. Η διαδικασία αυτή είναι η νεκροψία, και επικεντρώνεται στις πληροφορίες που μπορούν να συλλεχθούν από τα εξωτερικά (ορατά) στοιχεία, όπως π.χ. ο ρουχισμός του νεκρού, που μπορούν ν’ αποτελέσουν πηγή άντλησης δεδομένων για τα αίτια, τα μέσα και τις συνθήκες που οδήγησαν στον θάνατο.

 

Σε περίπτωση που ο ιατροδικαστής έχει εξάγει τα συμπεράσματά του και η εντολή δεν ορίζει τη νεκροτομή ως απαραίτητη, τότε η ιατροδικαστική εξέταση ολοκληρώνεται μετά τη νεκροψία. Η συνήθης πρακτική, ωστόσο, είναι να προχωρά η εξέταση και στο επόμενο στάδιο, δηλαδή στη νεκροτομή, προς αποφυγή εσφαλμένων συμπερασμάτων ή/και μεταγενέστερων αμφιβολιών. 

 

Ως νεκροτομή ορίζεται η διάνοιξη όλων των κοιλοτήτων του σώματος -μεταξύ των οποίων της κεφαλής, του θώρακος και της κοιλίας- με εφαρμογή των κανόνων και πρακτικών της χειρουργικής.

Κατά τη διάρκειά της, ο ιατροδικαστής ενδέχεται να αποσπάσει δείγμα ιστών από όργανα ή μέρη οργάνων και να τα αποστείλει για εργαστηριακή ανάλυση ή περαιτέρω εξέταση από παθολογοανατόμο.

Η ιατροδικαστική έρευνα συμπληρώνεται επίσης από τις τοξικολογικές εξετάσεις για να διαπιστωθεί η παρουσία ή όχι στο σώμα βλαβερών ή ναρκωτικών ουσιών, αλκοόλ ή φαρμάκων.

 

Μετά την ολοκλήρωση της ιατροδικαστικής εξέτασης, συντάσσεται από τον ιατροδικαστή το Ιατρικό Πιστοποιητικό Θανάτου για να προχωρήσει ο ενταφιασμός του νεκρού. Ωστόσο, το έγγραφο τελεί «εις αναμονή εργαστηριακών εξετάσεων».

Μόνο μετά την ολοκλήρωση όλων των παραπάνω εξετάσεων και εργαστηριακών αναλύσεων -μια διαδικασία χρονοβόρα που μπορεί να διαρκέσει αρκετούς μήνες- συντάσσεται η ιατροδικαστική έκθεση. 

 

Διενέργεια νεκροτομής μπορεί ν’ απαιτηθεί ακόμα και σε πτώμα που έχει ενταφιαστεί, αν ο θάνατος επήλθε κάτω κάτω από περιστάσεις που απαιτούν τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας. Με βάση αυτές, οι ανακριτικές αρχές μπορούν να εκδώσουν ένταλμα εκταφής και διενέργειας νεκροτομής. 

 

Για τον λόγο αυτό, σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων, συνιστάται η έκδοση Ιατροδικαστικής έκθεσης πριν την ταφή.

 

 

 

Νεκροψία και COVID-19

Στην παρούσα φάση, λόγω των μέτρων αποφυγής εξάπλωσης του COVID-19, η  Ελληνική Ιατροδικαστική Εταιρεία συνιστά την αποφυγή νεκροψίας-νεκροτομής σε άτομα που ήταν φορείς του ιού. Για την ασφαλή διενέργεια της διαδικασίας απαιτείται η αρνητική εξέταση των μεταθανάτιων επιχρισμάτων και η διαπίστωση της αδρανοποίησης του ιού. Η πραγματοποίησή της γίνεται σε χώρο απομονωμένο από άλλες δραστηριότητες, με ειδικό σύστημα εξαερισμού  και ειδικό εξοπλισμό για το προσωπικό.