Η ιστορία της Κοιμωμένης του Χαλεπά

Η ιστορία της Κοιμωμένης του Χαλεπά
Η ιστορία της Κοιμωμένης του Χαλεπά

 

 

Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ταφικά μνημεία του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών. Ποια είναι όμως η ιστορία της Σοφίας Αφεντάκη, η οποία απεικονίζεται στο έργο; Πώς αντέδρασε ο Γιαννούλης Χαλεπάς όταν η μητέρα της Σοφίας δυσαρεστήθηκε με το έργο; Ποιοι δικαστικοί αγώνες δόθηκαν για να παραμείνει στο νεκροταφείο το γλυπτό;

 

Συντάκτης: Άκης Κατσούδας

 

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ

Βρισκόμαστε στις αρχές του 1878. Η 18χρονη Σοφία Αφεντάκη, μια πολύ όμορφη κοπέλα η οποία τραβάει πάνω της όλα τα βλέμματα στην Αθήνα, ταξιδεύει μαζί τον πατέρα της, Κωνσταντίνο Οικονόμου Αφεντάκη, στην Ιταλία -και συγκεκριμένα στη Νάπολη- για δουλειές. 

 

Η οικογένεια Αφεντάκη, η οποία συνεισέφερε τα μέγιστα στον απελευθερωτικό αγώνα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχει ένα πολύ καλό όνομα στη γείτονα χώρα, γι’ αυτό και ο δήμαρχος της πόλης τούς προσκαλεί να παρακολουθήσουν μια παράσταση όπερας στο θέατρο της Νάπολης.
 

Η Σοφία Αφεντάκη παρακολουθεί με θαυμασμό το έργο και γοητεύεται από τη φωνή του ξακουστού τενόρου, Μάριο Τζοβάνι, και τον ερωτεύεται. Γνωρίζονται, βγαίνουν ένα βράδυ και αυτή τελικά καταλήγει να κοιμηθεί σπίτι του. Το επόμενο πρωί γυρίζει στο ξενοδοχείο και για καλή της τύχη, ο πατέρας της έλειπε. 

 

Το ρομάντζο μεταξύ τους συνεχίζεται ως τη στιγμή που ο πατέρας της ανακαλύπτει ένα γράμμα του Μάριο Τζοβάνι στο δωμάτιο της Σοφίας, στο οποίο ο τενόρος εκφράζει τη βαθιά αγάπη και τον έρωτα που τρέφει για την 18χρονη. 

 

Όταν το διαβάζει εξοργίζεται, παίρνει την κόρη του και επιστρέφουν εκτάκτως στην Αθήνα. Η Σοφία πέφτει σε κατάθλιψη, καθώς καταλαβαίνει πως έχει χάσει για πάντα τον έρωτα της ζωής της. Τις νύχτες δεν κοιμάται, ενώ δεν σταματά να του στέλνει γράμματα, χωρίς, ωστόσο, κάποια ανταπόκριση. Η στεναχώρια της είναι τέτοια, μάλιστα, που ένα βράδυ αποφασίζει να πιει δηλητήριο και ν’ αυτοκτονήσει. 

 

Όταν φτάνει στο σπίτι της η καλή της φίλη, Καλλιρρόη Παρρέν, είναι πια αργά. Λίγο πριν ξεψυχήσει προλαβαίνει να ψελίσει δακρυσμένη δύο λέξεις. «Μάριο Τζοβάνι». Η Σοφία Αφεντάκη είναι πια νεκρή στο κρεβάτι της. 

 

Την είδηση του χαμού της Σοφίας Αφεντάκη μαθαίνει μερικούς μήνες μετά ο τενόρος, ο οποίος από τη θλίψη του αποφασίζει να δώσει κι αυτός τέλος στη ζωή του, με μια σφαίρα στην καρδιά του. Η τραγωδία είχε ολοκληρωθεί.

 

 

Η ιστορία της Κοιμωμένης του Χαλεπά

φωτογραφία: Άκης Κατσούδας

Πηγή της ιστορίας αυτής αποτελεί μια σειρά άρθρων του Σπύρου Δενδρινού με τίτλο «Η Κοιμωμένη - Το τρυφερό ρομάντζο της Σοφίας Αφεντάκη» τα οποία δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος την δεκαετία του 1950.

 

Η ιστορία αυτή, ωστόσο, του θανάτου της γυναίκας που αναπαρίσταται στο διάσημο γλυπτό του Γιαννούλη Χαλεπά θεωρείται πια αστικός μύθος, καθώς έχουν παρατηρηθεί αρκετές χρονολογικές και αφηγηματικές ασυνέχειες. Η πιο σημαντική απ’ όλες: το 1878, σύμφωνα με το λαϊκό ανάγνωσμα του Σπύρου Μενδρινού, ο Μάριο Τζοβάνι ήταν 67 χρονών και είχε σταματήσει ήδη να τραγουδά, μιας και η φωνή του είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται. 

 

Η νεαρή κοπέλα, το πιο πιθανό είναι πως πέθανε από φυματίωση, την ασθένεια-μάστιγα του 19ου αιώνα στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Όλα ξεκίνησαν όταν η Σοφία Αφεντάκη άρχισε να παρουσιάζει επίμονο και ισχυρό βήχα, βάρος στο στήθος και έντονη ωχρότητα στο πρόσωπο. 

 

Όταν οι γιατροί διέγνωσαν την πάθηση της νεαρής κοπέλας, της συνέστησαν να αφήσει την Αθήνα και να μετακομίσει στην Κίμωλο, το νησί από το οποίο κατάγεται η οικογένεια, καθώς η θάλασσα θα της έκανε καλό. Εκείνη μάζεψε τα πράγματά της και έμεινε σ’ ένα σπίτι ακριβώς πάνω στο κύμα της θάλασσας. 

 

Η κατάσταση της υγείας της, ωστόσο, κάθε άλλο παρά καλυτέρευε, γι’ αυτό και αποφάσισε να γυρίσει στην Αθήνα λίγους μήνες αργότερα. Η ίδια είχε καταρρακωθεί, ενώ οι αιμοπτύσεις ήταν πια καθημερινό φαινόμενο. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1873 θα πεθάνει αποδυναμωμένη πια από την αρρώστια, σε ηλικία μόλις 16 ετών. 

 

Η ιστορία της Κοιμωμένης του Χαλεπά

φωτογραφία: Άκης Κατσούδας

Τέσσερα χρόνια μετά τον χαμό της Σοφίας Αφεντάκη, η οικογένειά της ζητά από έναν φέρελπι νέο, τον Γιαννούλη Χαλεπά, να φτιάξει ένα γλυπτό που να της μοιάζει για να σκεπάσει τον τάφο της. 

 

Ο 20χρονος γλύπτης που καταγόταν από την Τήνο, μόλις είχε επιστρέψει από τις σπουδές του στο Μόναχο, στη Βασιλική Βαυαρική Ακαδημία Καλών Τεχνών, ύστερα από υποτροφία που είχε λάβει από το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, και είχε πέσει για τα καλά στη δουλειά, δημιουργώντας εντυπωσιακά γλυπτά, το ένα μετά το άλλο. 

 

Το γλυπτό της Κοιμωμένης θα το ολοκληρώσει ένα χρόνο μετά. Ωστόσο, σύμφωνα με το θρύλο, η μητέρα της Σοφίας Αφεντάκη αρχικά δεν το είδε με καλό μάτι και του ζήτησε να το ξαναφτιάξει. Ο Χαλεπάς, έχοντας αρχίσει ήδη να δείχνει τα πρώτα σημάδια της μελαγχολίας του, το σπάει σε δυο κομμάτια εμπρός της. Εκείνη σοκάρεται, αλλάζει γνώμη και του ζητά να το ξαναφτιάξει, κάτι το οποίο και τελικά κάνει ο γλύπτης. 

 

Το γλυπτό της Κοιμωμένης του Χαλεπά, ωστόσο, ήταν σε γύψινη μορφή. Αυτός που ανέλαβε να τον σμιλέψει πάνω σε μάρμαρο ήταν ο Αλέξιος Λάβδας, ο οποίος πήρε το πρόπλασμα από τον Χαλεπά και το φιλοτέχνησε πάνω σ’ έναν όγκο λεπτόκοκκου μαρμάρου από την Ιταλία. Μεγάλο κομμάτι της μεταφοράς του επέβλεψε ο ίδιος ο Χαλεπάς. 

 

Όταν πια είχε πάρει μορφή, όλοι έμειναν άναυδοι. Η λεπτομέρεια με την οποία φαινόταν το νεαρό κορίτσι να αναπαύεται στο κρεβάτι, κρατώντας στο αριστερό της χέρι έναν σταυρό και η έκφραση της Κοιμωμένης εντυπωσίασαν τους Αθηναίους. Αρκετοί δημοσιογράφοι ήδη από το 1879, άρχιζαν να την εκθειάζουν και να θεωρούν πως πρόκειται για ένα από τα πιο όμορφα γλυπτά της Ελλάδας. 

 

 

Η ιστορία της Κοιμωμένης του Χαλεπά

Τα χρόνια πέρασαν και το 1930, 52 χρόνια μετά τη δημιουργία του, ο ηλικιωμένος και ταλαιπωρημένος Γιαννούλης Χαλεπάς επισκέφτηκε μαζί με τις ανιψιές του και το πλήθος του κόσμου που τον ακολουθούσε, τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη. Ο ίδιος, με το που είδε το γλυπτό, το αναγνώρισε μεμιάς και ζήτησε από τους υπεύθυνους να ανοίξουν τα κιγκλιδώματα για να φτάσει δίπλα του. 

 

Το στιγμιότυπο αποτυπώνει με μεγάλη ακρίβεια ο συγγραφέας Γιάννης Δούκας στο έργο του «Υποθέσεις και λύσεις πάνω σε προβλήματα της ζωής και του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά», το οποίο εκδόθηκε στην Αθήνα το 1970. 

 

«Από τον φόβο μη συγκινηθεί, τον πέρασαν πρώτα από άλλα μνημεία. Τ’ αναγνώρισε όλα, τα θυμούνταν με κάθε λεπτομέρεια. Όταν έφθασε μπροστά της, ζήτησε να τ’ ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Κοίταξε σιωπηλά το έργο του και τα φευγαλέα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε προς το πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νεότητάς του, μαρτυρούσαν πως φοβόνταν μην προδοθεί. Κάποιος τότε του είπε: “Λένε πως την έπλυναν με άκουα-φορτε και χάλασε”. Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηρίζονταν πάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: “Δεν χαλάει!”». 

 

Η επίθεση αυτή απέναντι στο γλυπτό με άκουα φόρτε έδωσε το έναυσμα για μια μακρά δικαστική διαμάχη μεταξύ του Δήμου Αθηναίων -επιθυμία του οποίου ήταν η Κοιμωμένη να παραμείνει στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών- και των κληρονόμων της οικογένειας Αφεντάκη, που αποσκοπούσαν ακόμη και να το πουλήσουν με μεγάλο χρηματικό τίμημα στο εξωτερικό.

 

Τελικά το δικαστήριο δεν ενέδωσε στις βλέψεις των απογόνων της οικογένειας και η Κοιμωμένη του Χαλεπά παρέμεινε στο φυσικό της χώρο. Από το 1879 ως σήμερα, το γλυπτό έχει φροντιστεί αρκετές φορές από ειδικά κλιμάκια, ωστόσο, δεν έχουν λείψει και τα περιστατικά βανδαλισμού του, με τελευταίο αυτό που συνέβη πριν από μερικά χρόνια όταν κάποιοι έβαψαν με μαύρο σπρέι το πρόσωπό της. 

 

Μ’ αφορμή το τελευταίο συμβάν, θεωρήθηκε πως η Κοιμωμένη έπρεπε να μεταφερθεί στην Εθνική Γλυπτοθήκη και να καταταχθεί στη συλλογή με τα 9 έργα του Γιαννούλη Χαλεπά που υπάρχει σ’ αυτή. Ωστόσο, κάτι τέτοιο τελικά δεν έγινε πράξη, και έτσι σήμερα οποιοσδήποτε μπορεί να περιηγηθεί ανάμεσα στα μάρμαρα του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών και να δει με τα μάτια του αυτό το σπάνιας ομορφιάς γλυπτό, το οποίο αναπαριστά μια κοπέλα η οποία πέθανε τόσο άδοξα πριν από 148 χρόνια. 

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ