Ο θάνατος στην Αρχαία Ελλάδα

Ο θάνατος στην Αρχαία Ελλάδα
Ο θάνατος στην Αρχαία Ελλάδα

Πώς τιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους νεκρούς τους; Τι συνέβαινε με την ταφή και την αποτέφρωση; Ποιες ήταν οι δοξασίες για τον Κάτω Κόσμο και πώς τα σύγχρονα μοιρολόγια συνδέονταν με τους αρχαίους θρήνους; Ένα πλήρες αφιέρωμα για το πώς αντιμετώπιζαν οι αρχαίοι Έλληνες τον θάνατο.

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ

Ο θάνατος είναι μια κατάσταση η οποία απασχολεί τον άνθρωπο εδώ και χιλιετίες. Δεκάδες αρχαίοι λαοί -από τους Αιγύπτιους ως τους Κινέζους- έχουν προσπαθήσει να δώσουν νόημα σ’ αυτόν, δημιουργώντας μια σειρά από μύθους σχετικά με τη μεταθανάτια ζωή και την αθανασία των ψυχών. Ένας απ’ αυτούς τους λαούς ήταν και οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι είχαν πλάσει ένα ολόκληρο Κάτω Κόσμο όπου οδηγούνταν όλοι οι άνθρωποι μετά το θάνατό τους. Τι πίστευαν για το θάνατο, ποιες ήταν οι δοξασίες για τη μεταθανάτια ζωή στην αρχαία ελληνική θρησκεία και ποιες ταφικές πρακτικές ακολουθούνταν; 

 

Ο θάνατος στην Αρχαία Ελλάδα

Δοξασίες για τη μεταθανάτια ζωή 

 

Και ενώ τα έθιμα ταφής ή φροντίδας του νεκρού διέφεραν πολλές φορές από περιοχή σε περιοχή, η πίστη στην ύπαρξη του Κάτω Κόσμου ήταν κοινή σ’ όλους τους αρχαίους Έλληνες. 

 

Ο Κάτω Κόσμος ήταν ουσιαστικά ένας χώρος που βρισκόταν μέσα στη γη και έμοιαζε σ’ αρκετά σημεία με τον επάνω. Κύρια πρόσωπα αυτού ήταν: ο Άδης ή Πλούτωνας -ο θεός του Κάτω Κόσμου, ο οποίος σκορπούσε τον φόβο στους ζωντανούς, ο Χάρος -που μετέφερε τους νεκρούς σ’ αυτόν μαζί με τον Ερμή τον Ψυχοπομπό, καθώς και ο Κέρβερος -ένας σκύλος με τρία κεφάλια και ουρά που κατέληγε σε κεφαλή δράκου, ο οποίος φυλούσε τις πύλες του προκειμένου να μην βγει ποτέ κανείς από κει. 

 

Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν πως υπήρχαν αρκετές πύλες σύνδεσης του επάνω με τον Κάτω Κόσμο -μεταξύ αυτών στο ακρωτήριο Ταίναρο και στο Πλουτώνειον της Ιεράπολης στη Μικρά Ασία. Στα περισσότερα απ’ αυτά τα σημεία υπήρχαν βαθιές σκοτεινές τρύπες στη γη και πηγάδια που κανείς δεν γνώριζε ως πού φτάνουν. Στον Κάτω Κόσμο μπορούσαν να μεταβούν ακόμη και ζωντανοί -χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ταξίδι του Οδυσσέα με τους άνδρες του προκειμένου να βρει τον μάντη Τειρεσία- ωστόσο μια τέτοια κίνηση ήταν ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη, καθώς μπορεί να μην κατάφερναν να επιστρέψουν ποτέ πίσω. Επίσης, λειτουργούσαν νεκρομαντεία, στα οποία οι ζωντανοί είχαν τη δυνατότητα να έρθουν σε πνευματική επαφή με τους νεκρούς. 

 

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ωστόσο, ο Κάτω Κόσμος δεν ήταν ένας ενιαίος χώρος, αλλά υπήρχαν ζώνες, ανάλογα με το ποιόν του χαρακτήρα του θανόντος και τις πράξεις του στον επάνω κόσμο. Οι δοξασίες, όσον αφορά τις ζώνες αυτές, διαφέρουν από εποχή σε εποχή. Εντούτοις, στα έργα του Ομήρου και του Ησίοδου, οι πληροφορίες είναι αρκετά συγκεντρωμένες.  

 

Η ανώτερη ζώνη, αυτή που βρισκόταν στο υπόγειο της γης και πολύ κοντά στην επιφάνειά της, ήταν το Έρεβος, στο οποίο κλείνονταν τερατώδεις μορφές προκειμένου να πάψουν τη δράση τους στον επάνω κόσμο. Η φυλακή αυτή ήταν τρομερά ισχυρή και κανείς δεν κατάφερε να αποδράσει. Πιο κάτω, βέβαια, υπήρχε το Τάρταρο, το πιο βαθύ μέρος του Κάτω Κόσμου, το οποίο ήταν πολύ πολύ πιο τρομερό από το Έρεβος. Καλυπτόταν από απόλυτο σκοτάδι, ενώ οι νεκροί που είχαν καταλήξει εκεί ήταν έρμαια δυνατών θυελλών στις οποίες δεν μπορούσαν να μείνουν όρθιοι ούτε οι θεοί. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η απόσταση μεταξύ του Ερέβους και του Τάρταρου ήταν ίδια με αυτή της γης και του ουρανού, ενώ όποιος ήθελε να φτάσει σ’ αυτό έπρεπε να ταξιδέψει για ένα ολόκληρο χρόνο από την πύλη του Άδη. 

 

Στο Έρεβος και το Τάρταρο έφταναν οι άνθρωποι οι οποίοι έκαναν κακή ζωή στον επάνω κόσμο. Για τους συνετούς και ενάρετους, από την άλλη, ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., θεωρείται πως υπήρχε ένας τόπος, ο οποίος δεν είχε να κάνει με τον Κάτω Κόσμο και βρισκόταν στο άκρο του επίπεδου δίσκου, στα πέρατα της γης. Ο Όμηρος στην Οδύσσεια τον είχε ονομάσει Ηλύσια Πεδία, ενώ αργότερα ο Ησίοδος, Νήσους των Μακαρίων. 

 

Σύμφωνα με τις περιγραφές του Ομήρου, τα Ηλύσια Πεδία ήταν ένα τοπίο ειδυλλιακό, χωρίς βροχές και βαρείς χειμώνες και με γλυκά, δροσερά αεράκια από τον Ωκεανό. Εκεί οι άνθρωποι περνούσαν ξέγνοιαστη και μακάρια ζωή, σε ένα διαρκές καλοκαίρι σ’ έναν τόπο γόνιμο, που η γη πρόσφερε τη σοδειά της τρεις φορές τον χρόνο, χωρίς όσοι κατοικούσαν εκεί να κοπιάζουν.

 

Ο θάνατος στην Αρχαία Ελλάδα

Ενταφιασμός ή καύση; 

 

Τα ταφικά έθιμα εμφανίζουν αρκετές παραλλαγές, με τους αρχαίους Έλληνες να ταλαντεύονται ανά τους αιώνες ανάμεσα στον ενταφιασμό και την καύση. Η «κόντρα» αυτή φαίνεται πως κρατάει από πολύ παλιά, καθώς, ήδη από την νεολιθική περίοδο, γνωρίζουμε πως στον ελλαδικό χώρο συνέβαιναν παράλληλα ταφές στο εσωτερικό κατοικημένων περιοχών, σε απλούς λάκκους κατά βάση εκτός των οικιών (για παράδειγμα στο σπήλαιο Φράγχθι, την Κνωσό και τη Νέα Νικομήδεια στη βόρεια Ελλάδα) και καύσεις με κυκλικές φωτιές. 

 

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, ο ενταφιασμός ήταν η πιο συνήθης πρακτική ως και την περίοδο του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι ενταφιασμοί συνέβαιναν και κατά τα χρόνια του Τρωικού Πολέμου, σ’ αντίθεση με τις αναφορές του Ομήρου σε σκηνές καύσης των σορών, οι οποίες επρόκειτο κατά πάσα πιθανότητα για μεταφορές από την εποχή που εκείνος έζησε -τον 9ο αιώνα π.Χ. 

 

Η ταφή στα μυκηναϊκά χρόνια, όπως έχουν καταδείξει οι ανασκαφές, γινόταν σε θαλαμοειδείς τάφους, όπου είχαν ταφεί και άλλα μέλη της οικογένειας, είτε μέσα στην πόλη είτε σε νεκροταφείο έξω απ’ αυτή. Για να θυμίζουν, μάλιστα, την ιερότητα του χώρου, τοποθετούνταν επιτάφιες στήλες, ενώ δίπλα στον νεκρό έμπαιναν συνήθως τα αγαπημένα του αντικείμενα, όπως όπλα, ασπίδες, ξίφη, κύπελλα, αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα και παιχνίδια -αν επρόκειτο για παιδί. 

 

Αξιοσημείωτο είναι πως οι νεκροί τοποθετούνταν με τέτοιο τρόπο στον τάφο, ώστε τα γόνατά τους να φτάνουν το στήθος, σε μια στάση η οποία μοιάζει κατά πολύ μ’ εκείνη του εμβρύου. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να δείξουν πως ο άνθρωπος με τον θάνατό του, επιστρέφει εκεί που ανήκει, στη μητέρα φύση, σ’ εκείνη που κάποτε τον είχε φέρει στη ζωή. 

 

Οι επιστήμονες θεωρούν πως η μετάβαση στη καύση ξεκίνησε από τον 11ο αιώνα π.Χ. και καθιερώθηκε κατά την Αρχαϊκή περίοδο, πιθανώς ύστερα από επιρροές της Ανατολής. Ορισμένοι απ’ αυτούς θεωρούν ότι η καύση επιλεγόταν προς χάριν του νεκρού, καθώς θεωρούνταν απαραίτητη για την απελευθέρωση της ψυχής, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως συνέβαινε ακριβώς επειδή πίστευαν πως οι πεθαμένοι, οι οποίοι θεωρούνταν μιάσματα, δεν θα επανέρχονταν ποτέ χάρη σ’ αυτή τη διαδικασία μεταξύ των ζωντανών.

 

Η διαδικασία είχε ως εξής: ο νεκρός καιγόταν στην πυρά -συνήθως στο σημείο ταφής ή την τοποθεσία που σκοτώθηκε εάν επρόκειτο για πολεμιστή σε εκστρατεία. Αφού αυτή έσβηνε, οι συγγενείς μάζευαν τις στάχτες και τα υπολείμματα των οστών τα οποία τελικά ενταφιάζονταν κατά το εθιμοτυπικό. Αυτός είναι και ο λόγος που σ’ αρκετά μεικτά νεκροταφεία έχουν ανασκαφεί τόσο ολόκληροι σκελετοί ανθρώπων όσο και τεφροδόχοι.  

 

Παρά την κυριαρχία της καύσης, όλη αυτή την περίοδο υπήρχαν περιοχές στις οποίες συνήθης πρακτική ήταν ο ενταφιασμός των νεκρών, ωστόσο, ήταν λίγες σε αριθμό. Τα δεδομένα άρχιζαν να αλλάζουν ξανά κατά τους επόμενους αιώνες, ιδιαίτερα στην Αθήνα. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο της αρχαιολόγου Σέμνης Καρούζου στην εφημερίδα Ελευθερία το 1959, το οποίο αποτελεί ως σήμερα σημαντικό κειμήλιο της αρχαιολογικής μελέτης παρά τις 6 δεκαετίες από τη συγγραφή του, από τον 11ο έως και τον 5ο π.Χ. αιώνα οι αλλαγές ως προς τις ταφικές μεθόδους που ακολουθούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ιδιαίτερα πυκνές και σχετίζονται με τις διαρκείς μεταβολές στα ιδεώδη της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. 

 

Όπως αναφέρεται συγκεκριμένα «από τα μέσα του 11ου αιώνα έως τα τέλη του 9ου αιώνα παρουσιάζεται ξανά το έθιμο του ενταφιασμού και μέσα στον 8ον αιώνα συναντάμε την παράλληλη χρήση και των δύο τρόπων ταφής, ενώ στις αρχές του 7ου αιώνα ανανεώνεται και πάλι η προτίμηση προς την καύση του νεκρού. Στην Αθήνα του 6ου και 5ου αιώνα, οι αττικοί τάφοι που ανακαλύφθηκαν επιβεβαίωσαν ότι υπήρχαν τότε παράλληλα η καύση, όπως και ο ενταφιασμός των νεκρών. Πολλοί από τους νεκρούς που βρέθηκαν σε τάφους του 5ου αιώνα, είχαν ταφεί μέσα σε πήλινες λάρνακες, άλλοι είχαν καεί σε πυρές». Οι μεταβολές αυτές παρατηρήθηκαν και κατά την ελληνιστική περίοδο, με την καύση να αρχίζει να φθίνει μετά την εξάπλωση του Χριστιανισμού στη χώρα.  

 

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ